Κάνουμε θέατρο γιατί έχουμε ρωγμές και ρυτίδες.
Γιατί φοβόμαστε τη γυάλινη θάλασσα, τη σιωπή, τους καθρέφτες.
Γιατί αγαπάμε τους δρόμους, τις προκλήσεις, την κίνηση, τις εμπειρίες, τη μαγεία και το εφήμερο.
Γιατί νοιώθουμε την ανάγκη να εκφραστούμε, να βγούμε από τους περιχαρακωμένους μικρόκοσμους και να γίνουμε μέρος μιας συλλογικής έκφρασης.
Γιατί θέλουμε να συμφιλιωθούμε με τη βουή που έχουμε στο κεφάλι μας, να ξορκίσουμε «τους γλάρους που κρώζουν».
Για πιστεύουμε ότι η τέχνη είναι το λευκό μπαστούνι για να πορεύεσαι σε μια παράλογη (άλογη) κοινωνία. Ακόμα κι αν το «Θέατρο του Παράλογου» δεν είχε γεννηθεί μετά τον πόλεμο και εξ αιτίας της φρίκης του, σήμερα (χτες) θα ήταν η κατάλληλη εποχή για τη γέννησή του.
Γιατί μας διεγείρει η διαδικασία μεταποίησης των λόγων σε εικόνες, η μεταμόρφωση το εμβρύου σε παιδί.
Γιατί έτσι νομιμοποιούμε τις αυθαιρεσίες μας.
Γιατί διαμορφώνουμε μια αισθητική απαιτητική που μαθαίνει να απορρίπτει. Με δυσκολία τις περισσότερες φορές, αλλά απορρίπτει. Με θράσος αιρετικό αρχίζεις να αμφιβάλεις και να ψάχνεις τη δική σου αλήθεια. Απλώς αρχίζεις. Όμως έχεις ήδη μισανοίξει τη κουρτίνα.
Γιατί χάνουμε τις όποιες βεβαιότητες μας. Και με την απώλεια αυτή, τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν ενδιαφέρον. Όταν πια δεν έχεις τίποτα δεδομένο, αρχίζεις να παίζεις.
Για δεν αγαπάμε τη νοσταλγία. Επιλέγουμε τη μνήμη.
«Δεν κάνουμε Θέατρο για το Θέατρο. Δεν κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε Θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.» Κάρολος Κουν